ἀντίλεκτος

ἀντίλεκτος
ἀντίλεκτος
questionable
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντίλεκτος — ἀντίλεκτος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί να υπάρξει αντίθετη άποψη …   Dictionary of Greek

  • ἀντίλεκτον — ἀντίλεκτος questionable masc/fem acc sg ἀντίλεκτος questionable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαντίλεκτος — η, ο (για δοξασία ή λογικά επιχειρήματα κ.λπ.) αυτός που μπορεί να προταθεί εύλογα σε αντιλογία, αντίρρηση ή ανασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αντι λεκτος (< αντι λέγω), πρβλ. αν αντίλεκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”